παγγέλαστος

παγγέλαστος
παγγέλαστος, -ον (Α)
καταγέλαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + γελῶ, με αφομοιωτική τροπή τού -ν- σε -γ-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • всесмехливый — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  прил. (греч. παγγελαστός), достойный осмеяния или поругания.… …   Словарь церковнославянского языка

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”